Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

δορκαλίς
δορκάς
δόρξ
δορός
δορός
δορπέω
δορπηστός
δορπίη
δόρπον
δόρυ
δορυδρέπανον
δορύκνιον
δορύκρᾱνος
δορύξενος
δορυξόος
δορυπαγής
δορύπυρος
δορυσσόος
δορυτίνακτος
δορυφορέω
δορυφόρημα
View word page
δορυ-δρέπανον
δορυδρέπανονουn spear with scythe-like bladescythe-spearPl. Plb.

ShortDef

halbert

Debugging

Headword:
δορυδρέπανον
Headword (normalized):
δορυδρέπανον
Headword (normalized/stripped):
δορυδρεπανον
IDX:
9869
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-9870
Key:
δορυδρέπανον

Data

{'headword_display': '<b>δορυ-δρέπανον</b>', 'content': '<NE><HG><HL>δορυ<hyph/>δρέπανον</HL><Infl>ου</Infl><PS>n</PS></HG> <nS1><Def>spear with scythe-like blade</Def><Tr>scythe-spear</Tr><Au>Pl. Plb.</Au></nS1></NE>', 'key': 'δορυδρέπανον'}