Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

δορίς
δορισθενής
δοριτίνακτος
δορίτμητος
δορκάδειος
δορκαλίς
δορκάς
δόρξ
δορός
δορός
δορπέω
δορπηστός
δορπίη
δόρπον
δόρυ
δορυδρέπανον
δορύκνιον
δορύκρᾱνος
δορύξενος
δορυξόος
δορυπαγής
View word page
δορπέω
δορπέωcontr.vbδόρπον have supperHom.

ShortDef

to take supper

Debugging

Headword:
δορπέω
Headword (normalized):
δορπέω
Headword (normalized/stripped):
δορπεω
IDX:
9864
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-9865
Key:
δορπέω

Data

{'headword_display': '<b>δορπέω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>δορπέω</HL><PS>contr.vb</PS><Ety><Ref>δόρπον</Ref></Ety></vHG> <vS1><Tr>have supper</Tr><Au>Hom.</Au> </vS1> </VE>', 'key': 'δορπέω'}