Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

δορίπυρος
δορίς
δορισθενής
δοριτίνακτος
δορίτμητος
δορκάδειος
δορκαλίς
δορκάς
δόρξ
δορός
δορός
δορπέω
δορπηστός
δορπίη
δόρπον
δόρυ
δορυδρέπανον
δορύκνιον
δορύκρᾱνος
δορύξενος
δορυξόος
View word page
δορός2
δορός2gen.sg.seeδόρυ

ShortDef

a leathern bag

Debugging

Headword:
δορός
Headword (normalized):
δορός
Headword (normalized/stripped):
δορος
IDX:
9863
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-9864
Key:
δορός_2

Data

{'headword_display': '<b>δορός</b><sup>2</sup>', 'content': '<XE><RefFm>δορός<Hm>2</Hm><LblR>gen.sg.</LblR></RefFm><XR>see<Ref>δόρυ</Ref></XR> </XE>', 'key': 'δορός_2'}