Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

δορίπονος
δορίπυρος
δορίς
δορισθενής
δοριτίνακτος
δορίτμητος
δορκάδειος
δορκαλίς
δορκάς
δόρξ
δορός
δορός
δορπέω
δορπηστός
δορπίη
δόρπον
δόρυ
δορυδρέπανον
δορύκνιον
δορύκρᾱνος
δορύξενος
View word page
δορός1
δορός1οῦmδέρω, reltd.δορᾱ́leather bagto hold grainOd.

ShortDef

a leathern bag

Debugging

Headword:
δορός
Headword (normalized):
δορός
Headword (normalized/stripped):
δορος
IDX:
9862
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-9863
Key:
δορός_1

Data

{'headword_display': '<b>δορός</b><sup>1</sup>', 'content': '<NE><HG><HL>δορός<Hm>1</Hm></HL><Infl>οῦ</Infl><PS>m</PS><Ety><Ref>δέρω</Ref>, reltd.<Ref>δορᾱ́</Ref></Ety></HG><nS1><Tr>leather bag<Expl>to hold grain</Expl></Tr><Au>Od.</Au></nS1></NE>', 'key': 'δορός_1'}