Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

δοριπετής
δορίπονος
δορίπυρος
δορίς
δορισθενής
δοριτίνακτος
δορίτμητος
δορκάδειος
δορκαλίς
δορκάς
δόρξ
δορός
δορός
δορπέω
δορπηστός
δορπίη
δόρπον
δόρυ
δορυδρέπανον
δορύκνιον
δορύκρᾱνος
View word page
δόρξ
δόρξalsoζόρξCall.κόςf roegazelleE. Call.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
δόρξ
Headword (normalized):
δόρξ
Headword (normalized/stripped):
δορξ
IDX:
9861
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-9862
Key:
δόρξ

Data

{'headword_display': '<b>δόρξ</b>', 'content': '<NE><HG><HL>δόρξ<VL><Lbl>also</Lbl><FmHL>ζόρξ</FmHL><Au>Call.</Au></VL></HL><Infl>κός</Infl><PS>f</PS></HG> <nS1><Tr>roe<or/>gazelle</Tr><Au>E. Call.</Au></nS1></NE>', 'key': 'δόρξ'}