Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

δοριμήστωρ
δοριπαγής
δορίπαλτος
δοριπετής
δορίπονος
δορίπυρος
δορίς
δορισθενής
δοριτίνακτος
δορίτμητος
δορκάδειος
δορκαλίς
δορκάς
δόρξ
δορός
δορός
δορπέω
δορπηστός
δορπίη
δόρπον
δόρυ
View word page
δορκάδειος
δορκάδειοςᾱ ονadjδορκάςof knucklebonesmade of gazelle boneThphr. Plb.

ShortDef

of an antelope

Debugging

Headword:
δορκάδειος
Headword (normalized):
δορκάδειος
Headword (normalized/stripped):
δορκαδειος
IDX:
9858
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-9859
Key:
δορκάδειος

Data

{'headword_display': '<b>δορκάδειος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>δορκάδειος</HL><Infl>ᾱ ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>δορκάς</Ref></Ety></HG><aS1><Indic>of knucklebones</Indic><Tr>made of gazelle bone</Tr><Au>Thphr. Plb.</Au></aS1></AE>', 'key': 'δορκάδειος'}