Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

δορίμαχος
δοριμήστωρ
δοριπαγής
δορίπαλτος
δοριπετής
δορίπονος
δορίπυρος
δορίς
δορισθενής
δοριτίνακτος
δορίτμητος
δορκάδειος
δορκαλίς
δορκάς
δόρξ
δορός
δορός
δορπέω
δορπηστός
δορπίη
δόρπον
View word page
δορί-τμητος
δορίτμητοςονadjτμητός of a soldiercut down by the spearA.

ShortDef

pierced by the spear

Debugging

Headword:
δορίτμητος
Headword (normalized):
δορίτμητος
Headword (normalized/stripped):
δοριτμητος
IDX:
9857
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-9858
Key:
δορίτμητος

Data

{'headword_display': '<b>δορί-τμητος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>δορί<hyph/>τμητος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>τμητός</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of a soldier</Indic><Tr>cut down by the spear</Tr><Au>A.</Au></aS1></AE>', 'key': 'δορίτμητος'}