Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

δορίμαργος
δορίμαχος
δοριμήστωρ
δοριπαγής
δορίπαλτος
δοριπετής
δορίπονος
δορίπυρος
δορίς
δορισθενής
δοριτίνακτος
δορίτμητος
δορκάδειος
δορκαλίς
δορκάς
δόρξ
δορός
δορός
δορπέω
δορπηστός
δορπίη
View word page
δορι-τίνακτος
δοριτίνακτοςorδορυτίνακτοςονadjτινάσσω of the airwhere spears are brandishedA.

ShortDef

shaken by battle

Debugging

Headword:
δοριτίνακτος
Headword (normalized):
δοριτίνακτος
Headword (normalized/stripped):
δοριτινακτος
IDX:
9856
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-9857
Key:
δοριτίνακτος

Data

{'headword_display': '<b>δορι-τίνακτος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>δορι<hyph/>τίνακτος<VL><Lbl>or</Lbl><FmHL>δορυτίνακτος</FmHL></VL></HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>τινάσσω</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of the air</Indic><Tr>where spears are brandished</Tr><Au>A.</Au></aS1></AE>', 'key': 'δοριτίνακτος'}