Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

δοριμανής
δορίμαργος
δορίμαχος
δοριμήστωρ
δοριπαγής
δορίπαλτος
δοριπετής
δορίπονος
δορίπυρος
δορίς
δορισθενής
δοριτίνακτος
δορίτμητος
δορκάδειος
δορκαλίς
δορκάς
δόρξ
δορός
δορός
δορπέω
δορπηστός
View word page
δορι-σθενής
δορισθενήςέςadjδόρυσθένος of a personmighty with the spear A.

ShortDef

mighty with the spear

Debugging

Headword:
δορισθενής
Headword (normalized):
δορισθενής
Headword (normalized/stripped):
δορισθενης
IDX:
9855
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-9856
Key:
δορισθενής

Data

{'headword_display': '<b>δορι-σθενής</b>', 'content': '<AE><HG><HL>δορι<hyph/>σθενής</HL><Infl>ές</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>δόρυ</Ref><Ref>σθένος</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of a person</Indic><Tr>mighty with the spear</Tr><Au> A.</Au></aS1></AE>', 'key': 'δορισθενής'}