Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

δορίληπτος
δοριμανής
δορίμαργος
δορίμαχος
δοριμήστωρ
δοριπαγής
δορίπαλτος
δοριπετής
δορίπονος
δορίπυρος
δορίς
δορισθενής
δοριτίνακτος
δορίτμητος
δορκάδειος
δορκαλίς
δορκάς
δόρξ
δορός
δορός
δορπέω
View word page
δορίς
δορίςίδοςfδέρω sacrificial knifeused to kill cattleCall.

ShortDef

sacrificial knife

Debugging

Headword:
δορίς
Headword (normalized):
δορίς
Headword (normalized/stripped):
δορις
IDX:
9854
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-9855
Key:
δορίς

Data

{'headword_display': '<b>δορίς</b>', 'content': '<NE><HG><HL>δορίς</HL><Infl>ίδος</Infl><PS>f</PS><Ety><Ref>δέρω</Ref></Ety></HG> <nS1><Tr>sacrificial knife<Expl>used to kill cattle</Expl></Tr><Au>Call.</Au></nS1></NE>', 'key': 'δορίς'}