Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

δορίκτητος
δορίκτυπος
δορίληπτος
δοριμανής
δορίμαργος
δορίμαχος
δοριμήστωρ
δοριπαγής
δορίπαλτος
δοριπετής
δορίπονος
δορίπυρος
δορίς
δορισθενής
δοριτίνακτος
δορίτμητος
δορκάδειος
δορκαλίς
δορκάς
δόρξ
δορός
View word page
δορί-πονος
δορίπονοςονadjπόνος of warriors, a cityenduring the toils of warE.of evilsof toil in warA.

ShortDef

toiling with the spear

Debugging

Headword:
δορίπονος
Headword (normalized):
δορίπονος
Headword (normalized/stripped):
δοριπονος
IDX:
9852
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-9853
Key:
δορίπονος

Data

{'headword_display': '<b>δορί-πονος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>δορί<hyph/>πονος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>πόνος</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of warriors, a city</Indic><Tr>enduring the toils of war</Tr><Au>E.</Au><aS2><Indic>of evils</Indic><Tr>of toil in war</Tr><Au>A.</Au></aS2></aS1></AE>', 'key': 'δορίπονος'}