Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

δορικανής
δορίκρᾱνος
δορίκτητος
δορίκτυπος
δορίληπτος
δοριμανής
δορίμαργος
δορίμαχος
δοριμήστωρ
δοριπαγής
δορίπαλτος
δοριπετής
δορίπονος
δορίπυρος
δορίς
δορισθενής
δοριτίνακτος
δορίτμητος
δορκάδειος
δορκαλίς
δορκάς
View word page
δορί-παλτος
δορίπαλτοςorδορύπαλτοςονadjπαλτός of the hand, ref. to the right side or directionspear-brandishingA.

ShortDef

wielding the spear

Debugging

Headword:
δορίπαλτος
Headword (normalized):
δορίπαλτος
Headword (normalized/stripped):
δοριπαλτος
IDX:
9850
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-9851
Key:
δορίπαλτος

Data

{'headword_display': '<b>δορί-παλτος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>δορί<hyph/>παλτος<VL><Lbl>or</Lbl><FmHL>δορύπαλτος</FmHL></VL></HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>παλτός</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of the hand, ref. to the right side or direction</Indic><Tr>spear-brandishing</Tr><Au>A.</Au></aS1></AE>', 'key': 'δορίπαλτος'}