Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

δοριθήρᾱτος
δορικανής
δορίκρᾱνος
δορίκτητος
δορίκτυπος
δορίληπτος
δοριμανής
δορίμαργος
δορίμαχος
δοριμήστωρ
δοριπαγής
δορίπαλτος
δοριπετής
δορίπονος
δορίπυρος
δορίς
δορισθενής
δοριτίνακτος
δορίτμητος
δορκάδειος
δορκαλίς
View word page
δορι-παγής
δοριπαγήςorδορυπαγήςέςadjπήγνῡμι of shipshaving fastened timberstimber-builtA.

ShortDef

See LSJ δορυπαγής

Debugging

Headword:
δοριπαγής
Headword (normalized):
δοριπαγής
Headword (normalized/stripped):
δοριπαγης
IDX:
9849
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-9850
Key:
δοριπαγής

Data

{'headword_display': '<b>δορι-παγής</b>', 'content': '<AE><HG><HL>δορι<hyph/>παγής<VL><Lbl>or</Lbl><FmHL>δορυπαγής</FmHL></VL></HL><Infl>ές</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>πήγνῡμι</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of ships</Indic><Def>having fastened timbers</Def><Tr>timber-built</Tr><Au>A.</Au></aS1></AE>', 'key': 'δοριπαγής'}