Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἀγωνισμός
ἀγωνιστής
ἀγωνιστικός
ἀγωνοθεσίᾱ
ἀγωνοθετέω
ἀγωνοθέτης
ἀδαγμός
ἀδαημονίη
ἀδαήμων
ἀδαής
ἀδάητος
ἀδαίετος
ἄδαιτος
ἄδακρυς
ἀδάκρῡτος
ἀδαμάντινος
ἀδαμαντόδετος
ἀδαμαντοπέδῑλος
ἀδάμᾱς
ἀδάμαστος
ἀδάματος
View word page
ἀ-δάητος
ἀ-δάητοςονadj of thingsunknown, unfamiliarHes.

ShortDef

unknown

Debugging

Headword:
ἀδάητος
Headword (normalized):
ἀδάητος
Headword (normalized/stripped):
αδαητος
IDX:
984
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-985
Key:
ἀδάητος

Data

{'headword_display': '<b>ἀ-δάητος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>ἀ-δάητος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS></HG> <aS1><Indic>of things</Indic><Tr>unknown, unfamiliar</Tr><Au>Hes.</Au></aS1></AE>', 'key': 'ἀδάητος'}