Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

δοριάλωτος
δορίγαμβρος
δοριθήρᾱτος
δορικανής
δορίκρᾱνος
δορίκτητος
δορίκτυπος
δορίληπτος
δοριμανής
δορίμαργος
δορίμαχος
δοριμήστωρ
δοριπαγής
δορίπαλτος
δοριπετής
δορίπονος
δορίπυρος
δορίς
δορισθενής
δοριτίνακτος
δορίτμητος
View word page
δορί-μαχος
δορίμαχοςονadjμάχη of valourin spear-fightingTim.

ShortDef

fighting with the spear

Debugging

Headword:
δορίμαχος
Headword (normalized):
δορίμαχος
Headword (normalized/stripped):
δοριμαχος
IDX:
9847
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-9848
Key:
δορίμαχος

Data

{'headword_display': '<b>δορί-μαχος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>δορί<hyph/>μαχος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>μάχη</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of valour</Indic><Tr>in spear-fighting</Tr><Au>Tim.</Au></aS1></AE>', 'key': 'δορίμαχος'}