Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

δορατοπαχής
δορατοφόρος
δορή
δοριάλωτος
δορίγαμβρος
δοριθήρᾱτος
δορικανής
δορίκρᾱνος
δορίκτητος
δορίκτυπος
δορίληπτος
δοριμανής
δορίμαργος
δορίμαχος
δοριμήστωρ
δοριπαγής
δορίπαλτος
δοριπετής
δορίπονος
δορίπυρος
δορίς
View word page
δορί-ληπτος
δορίληπτος
Ion.δουρίληπτος
ονadjληπτός
of a woman, spoiltaken by the spearwon in warS.

ShortDef

won by the spear

Debugging

Headword:
δορίληπτος
Headword (normalized):
δορίληπτος
Headword (normalized/stripped):
δοριληπτος
IDX:
9844
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-9845
Key:
δορίληπτος

Data

{'headword_display': '<b>δορί-ληπτος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>δορί<hyph/>ληπτος</HL><DL><Lbl>Ion.</Lbl><FmHL>δουρίληπτος</FmHL></DL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>ληπτός</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of a woman, spoil</Indic><Def>taken by the spear</Def><Tr>won in war</Tr><Au>S.</Au></aS1></AE>', 'key': 'δορίληπτος'}