Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

δορατισμός
δορατοπαχής
δορατοφόρος
δορή
δοριάλωτος
δορίγαμβρος
δοριθήρᾱτος
δορικανής
δορίκρᾱνος
δορίκτητος
δορίκτυπος
δορίληπτος
δοριμανής
δορίμαργος
δορίμαχος
δοριμήστωρ
δοριπαγής
δορίπαλτος
δοριπετής
δορίπονος
δορίπυρος
View word page
δορί-κτυπος
δορίκτυποςονadjκτύπος of warriorsspear-clashingPi.of a battle-cryamid the clash of spearsPi.

ShortDef

spear-clashing

Debugging

Headword:
δορίκτυπος
Headword (normalized):
δορίκτυπος
Headword (normalized/stripped):
δορικτυπος
IDX:
9843
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-9844
Key:
δορίκτυπος

Data

{'headword_display': '<b>δορί-κτυπος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>δορί<hyph/>κτυπος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>κτύπος</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of warriors</Indic><Tr>spear-clashing</Tr><Au>Pi.</Au><aS2><Indic>of a battle-cry</Indic><Tr>amid the clash of spears</Tr><Au>Pi.</Au></aS2></aS1></AE>', 'key': 'δορίκτυπος'}