Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

δοράτιον
δορατισμός
δορατοπαχής
δορατοφόρος
δορή
δοριάλωτος
δορίγαμβρος
δοριθήρᾱτος
δορικανής
δορίκρᾱνος
δορίκτητος
δορίκτυπος
δορίληπτος
δοριμανής
δορίμαργος
δορίμαχος
δοριμήστωρ
δοριπαγής
δορίπαλτος
δοριπετής
δορίπονος
View word page
δορί-κτητος
δορίκτητοςον
Ion.δουρίκτητοςη ον
adjκτητός
of women, placesacquired by the spearwon in warIl. E. AR. Plb. Plu.

ShortDef

won by the spear

Debugging

Headword:
δορίκτητος
Headword (normalized):
δορίκτητος
Headword (normalized/stripped):
δορικτητος
IDX:
9842
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-9843
Key:
δορίκτητος

Data

{'headword_display': '<b>δορί-κτητος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>δορί<hyph/>κτητος</HL><Infl>ον</Infl><DL><Lbl>Ion.</Lbl><FmHL>δουρίκτητος</FmHL><DInfl><FmInfl>η ον</FmInfl></DInfl></DL><PS>adj</PS><Ety><Ref>κτητός</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of women, places</Indic><Def>acquired by the spear</Def><Tr>won in war</Tr><Au>Il. E. AR. Plb. Plu.</Au></aS1></AE>', 'key': 'δορίκτητος'}