Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

δορᾱ́
δοράτιον
δορατισμός
δορατοπαχής
δορατοφόρος
δορή
δοριάλωτος
δορίγαμβρος
δοριθήρᾱτος
δορικανής
δορίκρᾱνος
δορίκτητος
δορίκτυπος
δορίληπτος
δοριμανής
δορίμαργος
δορίμαχος
δοριμήστωρ
δοριπαγής
δορίπαλτος
δοριπετής
View word page
δορί-κρᾱνος
δορίκρᾱνοςorδορύκρᾱνοςονadjκρᾱνίον1 of a bladeforming a spear-headA.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
δορίκρᾱνος
Headword (normalized):
δορίκρᾱνος
Headword (normalized/stripped):
δορικρανος
IDX:
9841
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-9842
Key:
δορίκρᾱνος

Data

{'headword_display': '<b>δορί-κρᾱνος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>δορί<hyph/>κρᾱνος<VL><Lbl>or</Lbl><FmHL>δορύκρᾱνος</FmHL></VL></HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>κρᾱνίον<Hm>1</Hm></Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of a blade</Indic><Tr>forming a spear-head</Tr><Au>A.</Au></aS1></AE>', 'key': 'δορίκρᾱνος'}