Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

δοξοφαγίᾱ
δορᾱ́
δοράτιον
δορατισμός
δορατοπαχής
δορατοφόρος
δορή
δοριάλωτος
δορίγαμβρος
δοριθήρᾱτος
δορικανής
δορίκρᾱνος
δορίκτητος
δορίκτυπος
δορίληπτος
δοριμανής
δορίμαργος
δορίμαχος
δοριμήστωρ
δοριπαγής
δορίπαλτος
View word page
δορι-κανής
δορικανήςέςadjκαίνω of deathinflicted by the spearA.

ShortDef

slain by the spear

Debugging

Headword:
δορικανής
Headword (normalized):
δορικανής
Headword (normalized/stripped):
δορικανης
IDX:
9840
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-9841
Key:
δορικανής

Data

{'headword_display': '<b>δορι-κανής</b>', 'content': '<AE><HG><HL>δορι<hyph/>κανής</HL><Infl>ές</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>καίνω</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of death</Indic><Tr>inflicted by the spear</Tr><Au>A.</Au></aS1></AE>', 'key': 'δορικανής'}