Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

δοξόσοφος
δοξοφαγίᾱ
δορᾱ́
δοράτιον
δορατισμός
δορατοπαχής
δορατοφόρος
δορή
δοριάλωτος
δορίγαμβρος
δοριθήρᾱτος
δορικανής
δορίκρᾱνος
δορίκτητος
δορίκτυπος
δορίληπτος
δοριμανής
δορίμαργος
δορίμαχος
δοριμήστωρ
δοριπαγής
View word page
δορι-θήρᾱτος
δοριθήρᾱτοςονadjθηρᾱτός of persons, spoilshunted down with the spearcaptured in warE.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
δοριθήρᾱτος
Headword (normalized):
δοριθήρᾱτος
Headword (normalized/stripped):
δοριθηρατος
IDX:
9839
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-9840
Key:
δοριθήρᾱτος

Data

{'headword_display': '<b>δορι-θήρᾱτος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>δορι<hyph/>θήρᾱτος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>θηρᾱτός</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of persons, spoils</Indic><Def>hunted down with the spear</Def><Tr>captured in war</Tr><Au>E.</Au></aS1></AE>', 'key': 'δοριθήρᾱτος'}