Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

δοξοσοφίᾱ
δοξόσοφος
δοξοφαγίᾱ
δορᾱ́
δοράτιον
δορατισμός
δορατοπαχής
δορατοφόρος
δορή
δοριάλωτος
δορίγαμβρος
δοριθήρᾱτος
δορικανής
δορίκρᾱνος
δορίκτητος
δορίκτυπος
δορίληπτος
δοριμανής
δορίμαργος
δορίμαχος
δοριμήστωρ
View word page
δορί-γαμβρος
δορίγαμβροςονadjγαμβρός of Helenhaving war as bridegroomA.

ShortDef

bride of battles

Debugging

Headword:
δορίγαμβρος
Headword (normalized):
δορίγαμβρος
Headword (normalized/stripped):
δοριγαμβρος
IDX:
9838
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-9839
Key:
δορίγαμβρος

Data

{'headword_display': '<b>δορί-γαμβρος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>δορί<hyph/>γαμβρος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>γαμβρός</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of Helen</Indic><Tr>having war as bridegroom</Tr><Au>A.</Au></aS1></AE>', 'key': 'δορίγαμβρος'}