Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

δοξοποιέομαι
δοξοσοφίᾱ
δοξόσοφος
δοξοφαγίᾱ
δορᾱ́
δοράτιον
δορατισμός
δορατοπαχής
δορατοφόρος
δορή
δοριάλωτος
δορίγαμβρος
δοριθήρᾱτος
δορικανής
δορίκρᾱνος
δορίκτητος
δορίκτυπος
δορίληπτος
δοριμανής
δορίμαργος
δορίμαχος
View word page
δορι-άλωτος
δοριάλωτος
Ion.δουριάλωτοςS.
ονadjἁλωτός
of persons, placescaptured by means of the spearcaptured in warHdt. S. E. Isoc.

ShortDef

captive of the spear, taken in war

Debugging

Headword:
δοριάλωτος
Headword (normalized):
δοριάλωτος
Headword (normalized/stripped):
δοριαλωτος
IDX:
9837
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-9838
Key:
δοριάλωτος

Data

{'headword_display': '<b>δορι-άλωτος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>δορι<hyph/>άλωτος</HL><DL><Lbl>Ion.</Lbl><FmHL>δουριάλωτος</FmHL><Au>S.</Au></DL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>ἁλωτός</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of persons, places</Indic><Def>captured by means of the spear</Def><Tr>captured in war</Tr><Au>Hdt. S. E. Isoc.<NBPlus/></Au></aS1></AE>', 'key': 'δοριάλωτος'}