Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

δοξομῑμητική
δοξόομαι
δοξοπαιδευτικός
δοξοποιέομαι
δοξοσοφίᾱ
δοξόσοφος
δοξοφαγίᾱ
δορᾱ́
δοράτιον
δορατισμός
δορατοπαχής
δορατοφόρος
δορή
δοριάλωτος
δορίγαμβρος
δοριθήρᾱτος
δορικανής
δορίκρᾱνος
δορίκτητος
δορίκτυπος
δορίληπτος
View word page
δορατο-παχής
δορατοπαχήςέςadjπάχος of the shaft of a hunting-spearas thick as a military spearX.

ShortDef

of a spear's thickness

Debugging

Headword:
δορατοπαχής
Headword (normalized):
δορατοπαχής
Headword (normalized/stripped):
δορατοπαχης
IDX:
9834
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-9835
Key:
δορατοπαχής

Data

{'headword_display': '<b>δορατο-παχής</b>', 'content': '<AE><HG><HL>δορατο<hyph/>παχής</HL><Infl>ές</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>πάχος</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of the shaft of a hunting-spear</Indic><Tr>as thick as a military spear</Tr><Au>X.</Au></aS1></AE>', 'key': 'δορατοπαχής'}