Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

δοξομανίᾱ
δοξομῑμητής
δοξομῑμητική
δοξόομαι
δοξοπαιδευτικός
δοξοποιέομαι
δοξοσοφίᾱ
δοξόσοφος
δοξοφαγίᾱ
δορᾱ́
δοράτιον
δορατισμός
δορατοπαχής
δορατοφόρος
δορή
δοριάλωτος
δορίγαμβρος
δοριθήρᾱτος
δορικανής
δορίκρᾱνος
δορίκτητος
View word page
δοράτιον
δοράτιονουndimin.δόρυ light spearHdt. Th. Ar. X. Plu.

ShortDef

(small) spear (dim. of δόρυ)

Debugging

Headword:
δοράτιον
Headword (normalized):
δοράτιον
Headword (normalized/stripped):
δορατιον
IDX:
9832
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-9833
Key:
δοράτιον

Data

{'headword_display': '<b>δοράτιον</b>', 'content': '<NE><HG><HL>δοράτιον</HL><Infl>ου</Infl><PS>n</PS><Ety>dimin.<Ref>δόρυ</Ref></Ety></HG> <nS1><Tr>light spear</Tr><Au>Hdt. Th. Ar. X. Plu.</Au></nS1></NE>', 'key': 'δοράτιον'}