Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

δοξοκαλίᾱ
δοξοκοπέω
δοξοκοπίᾱ
δοξομανίᾱ
δοξομῑμητής
δοξομῑμητική
δοξόομαι
δοξοπαιδευτικός
δοξοποιέομαι
δοξοσοφίᾱ
δοξόσοφος
δοξοφαγίᾱ
δορᾱ́
δοράτιον
δορατισμός
δορατοπαχής
δορατοφόρος
δορή
δοριάλωτος
δορίγαμβρος
δοριθήρᾱτος
View word page
δοξό-σοφος
δοξόσοφοςονadjσοφός of personsseemingly wisebelieving oneself to be wisePl. Arist.

ShortDef

wise in one's own conceit

Debugging

Headword:
δοξόσοφος
Headword (normalized):
δοξόσοφος
Headword (normalized/stripped):
δοξοσοφος
IDX:
9829
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-9830
Key:
δοξόσοφος

Data

{'headword_display': '<b>δοξό-σοφος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>δοξό<hyph/>σοφος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>σοφός</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of persons</Indic><Tr>seemingly wise<or/>believing oneself to be wise</Tr><Au>Pl. Arist.</Au></aS1></AE>', 'key': 'δοξόσοφος'}