Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

δοξαστός
δόξις
δοξοκαλίᾱ
δοξοκοπέω
δοξοκοπίᾱ
δοξομανίᾱ
δοξομῑμητής
δοξομῑμητική
δοξόομαι
δοξοπαιδευτικός
δοξοποιέομαι
δοξοσοφίᾱ
δοξόσοφος
δοξοφαγίᾱ
δορᾱ́
δοράτιον
δορατισμός
δορατοπαχής
δορατοφόρος
δορή
δοριάλωτος
View word page
δοξοποιέομαι
δοξοποιέομαιpass.contr.vb be endowed with the faculty of thoughtPlb.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
δοξοποιέομαι
Headword (normalized):
δοξοποιέομαι
Headword (normalized/stripped):
δοξοποιεομαι
IDX:
9827
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-9828
Key:
δοξοποιέομαι

Data

{'headword_display': '<b>δοξοποιέομαι</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>δοξοποιέομαι</HL><PS>pass.contr.vb</PS></vHG> <vS1><Tr>be endowed with the faculty of thought</Tr><Au>Plb.</Au> </vS1> </VE>', 'key': 'δοξοποιέομαι'}