Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

δοξαστικός
δοξαστός
δόξις
δοξοκαλίᾱ
δοξοκοπέω
δοξοκοπίᾱ
δοξομανίᾱ
δοξομῑμητής
δοξομῑμητική
δοξόομαι
δοξοπαιδευτικός
δοξοποιέομαι
δοξοσοφίᾱ
δοξόσοφος
δοξοφαγίᾱ
δορᾱ́
δοράτιον
δορατισμός
δορατοπαχής
δορατοφόρος
δορή
View word page
δοξο-παιδευτικός
δοξοπαιδευτικόςή όνadj of an art, ref. to sophistryseemingly educationalPl.

ShortDef

having the semblance of education

Debugging

Headword:
δοξοπαιδευτικός
Headword (normalized):
δοξοπαιδευτικός
Headword (normalized/stripped):
δοξοπαιδευτικος
IDX:
9826
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-9827
Key:
δοξοπαιδευτικός

Data

{'headword_display': '<b>δοξο-παιδευτικός</b>', 'content': '<AE><HG><HL>δοξο<hyph/>παιδευτικός</HL><Infl>ή όν</Infl><PS>adj</PS></HG> <aS1><Indic>of an art, ref. to sophistry</Indic><Tr>seemingly educational</Tr><Au>Pl.</Au></aS1></AE>', 'key': 'δοξοπαιδευτικός'}