Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

δοξάζω
δόξασμα
δοξαστής
δοξαστικός
δοξαστός
δόξις
δοξοκαλίᾱ
δοξοκοπέω
δοξοκοπίᾱ
δοξομανίᾱ
δοξομῑμητής
δοξομῑμητική
δοξόομαι
δοξοπαιδευτικός
δοξοποιέομαι
δοξοσοφίᾱ
δοξόσοφος
δοξοφαγίᾱ
δορᾱ́
δοράτιον
δορατισμός
View word page
δοξο-μῑμητής
δοξομῑμητήςοῦm imitator of opinionopp. true knowledge, ref. to a sophistPl.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
δοξομῑμητής
Headword (normalized):
δοξομῑμητής
Headword (normalized/stripped):
δοξομιμητης
IDX:
9823
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-9824
Key:
δοξομῑμητής

Data

{'headword_display': '<b>δοξο-μῑμητής</b>', 'content': '<NE><HG><HL>δοξο<hyph/>μῑμητής</HL><Infl>οῦ</Infl><PS>m</PS></HG> <nS1><Tr>imitator of opinion<Expl>opp. true knowledge, ref. to a sophist</Expl></Tr><Au>Pl.</Au></nS1></NE>', 'key': 'δοξομῑμητής'}