Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

δόξα
δοξάζω
δόξασμα
δοξαστής
δοξαστικός
δοξαστός
δόξις
δοξοκαλίᾱ
δοξοκοπέω
δοξοκοπίᾱ
δοξομανίᾱ
δοξομῑμητής
δοξομῑμητική
δοξόομαι
δοξοπαιδευτικός
δοξοποιέομαι
δοξοσοφίᾱ
δοξόσοφος
δοξοφαγίᾱ
δορᾱ́
δοράτιον
View word page
δοξομανίᾱ
δοξομανίᾱᾱςfμανίᾱ obsession with one's reputationPlu.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
δοξομανίᾱ
Headword (normalized):
δοξομανίᾱ
Headword (normalized/stripped):
δοξομανια
IDX:
9822
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-9823
Key:
δοξομανίᾱ

Data

{'headword_display': '<b>δοξομανίᾱ</b>', 'content': "<NE><HG><HL>δοξομανίᾱ</HL><Infl>ᾱς</Infl><PS>f</PS><Ety><Ref>μανίᾱ</Ref></Ety></HG> <nS1><Tr>obsession with one's reputation</Tr><Au>Plu.</Au></nS1></NE>", 'key': 'δοξομανίᾱ'}