Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

δονέω
δόξα
δοξάζω
δόξασμα
δοξαστής
δοξαστικός
δοξαστός
δόξις
δοξοκαλίᾱ
δοξοκοπέω
δοξοκοπίᾱ
δοξομανίᾱ
δοξομῑμητής
δοξομῑμητική
δοξόομαι
δοξοπαιδευτικός
δοξοποιέομαι
δοξοσοφίᾱ
δοξόσοφος
δοξοφαγίᾱ
δορᾱ́
View word page
δοξοκοπίᾱ
δοξοκοπίᾱᾱςf promotion of one's reputationPlu.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
δοξοκοπίᾱ
Headword (normalized):
δοξοκοπίᾱ
Headword (normalized/stripped):
δοξοκοπια
IDX:
9821
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-9822
Key:
δοξοκοπίᾱ

Data

{'headword_display': '<b>δοξοκοπίᾱ</b>', 'content': "<NE><HG><HL>δοξοκοπίᾱ</HL><Infl>ᾱς</Infl><PS>f</PS></HG> <nS1><Tr>promotion of one's reputation</Tr><Au>Plu.</Au></nS1></NE>", 'key': 'δοξοκοπίᾱ'}