Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

δόναξ
δονέω
δόξα
δοξάζω
δόξασμα
δοξαστής
δοξαστικός
δοξαστός
δόξις
δοξοκαλίᾱ
δοξοκοπέω
δοξοκοπίᾱ
δοξομανίᾱ
δοξομῑμητής
δοξομῑμητική
δοξόομαι
δοξοπαιδευτικός
δοξοποιέομαι
δοξοσοφίᾱ
δοξόσοφος
δοξοφαγίᾱ
View word page
δοξοκοπέω
δοξοκοπέωcontr.vbκόπτω seek to promote one's reputationPlb. Plu.

ShortDef

to court popularity

Debugging

Headword:
δοξοκοπέω
Headword (normalized):
δοξοκοπέω
Headword (normalized/stripped):
δοξοκοπεω
IDX:
9820
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-9821
Key:
δοξοκοπέω

Data

{'headword_display': '<b>δοξοκοπέω</b>', 'content': "<VE><vHG><HL>δοξοκοπέω</HL><PS>contr.vb</PS><Ety><Ref>κόπτω</Ref></Ety></vHG> <vS1><Tr>seek to promote one's reputation</Tr><Au>Plb. Plu.</Au> </vS1> </VE>", 'key': 'δοξοκοπέω'}