Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

δονακώδης
δόναξ
δονέω
δόξα
δοξάζω
δόξασμα
δοξαστής
δοξαστικός
δοξαστός
δόξις
δοξοκαλίᾱ
δοξοκοπέω
δοξοκοπίᾱ
δοξομανίᾱ
δοξομῑμητής
δοξομῑμητική
δοξόομαι
δοξοπαιδευτικός
δοξοποιέομαι
δοξοσοφίᾱ
δοξόσοφος
View word page
δοξοκαλίᾱ
δοξοκαλίᾱᾱςfδόξακαλός belief in one's own beautyPl.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
δοξοκαλίᾱ
Headword (normalized):
δοξοκαλίᾱ
Headword (normalized/stripped):
δοξοκαλια
IDX:
9819
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-9820
Key:
δοξοκαλίᾱ

Data

{'headword_display': '<b>δοξοκαλίᾱ</b>', 'content': "<NE><HG><HL>δοξοκαλίᾱ</HL><Infl>ᾱς</Infl><PS>f</PS><Ety><Ref>δόξα</Ref><Ref>καλός</Ref></Ety></HG> <nS1><Tr>belief in one's own beauty</Tr><Au>Pl.</Au></nS1></NE>", 'key': 'δοξοκαλίᾱ'}