Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

δομοσφαλής
δονακεύς
δονακόεις
δονακοτρόφος
δονακόχλοος
δονακώδης
δόναξ
δονέω
δόξα
δοξάζω
δόξασμα
δοξαστής
δοξαστικός
δοξαστός
δόξις
δοξοκαλίᾱ
δοξοκοπέω
δοξοκοπίᾱ
δοξομανίᾱ
δοξομῑμητής
δοξομῑμητική
View word page
δόξασμα
δόξασμαατοςn supposition, notion, opinionE. Th. Pl.

ShortDef

an opinion, notion, conjecture

Debugging

Headword:
δόξασμα
Headword (normalized):
δόξασμα
Headword (normalized/stripped):
δοξασμα
IDX:
9814
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-9815
Key:
δόξασμα

Data

{'headword_display': '<b>δόξασμα</b>', 'content': '<NE><HG><HL>δόξασμα</HL><Infl>ατος</Infl><PS>n</PS></HG> <nS1><Tr>supposition, notion, opinion</Tr><Au>E. Th. Pl.</Au></nS1></NE>', 'key': 'δόξασμα'}