Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

δόμα
δομαῖοι
δόμεν
δομή
δόμος
δομοσφαλής
δονακεύς
δονακόεις
δονακοτρόφος
δονακόχλοος
δονακώδης
δόναξ
δονέω
δόξα
δοξάζω
δόξασμα
δοξαστής
δοξαστικός
δοξαστός
δόξις
δοξοκαλίᾱ
View word page
δονακώδης
δονακώδηςεςadj of riversreedyB. AR.

ShortDef

reedy

Debugging

Headword:
δονακώδης
Headword (normalized):
δονακώδης
Headword (normalized/stripped):
δονακωδης
IDX:
9809
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-9810
Key:
δονακώδης

Data

{'headword_display': '<b>δονακώδης</b>', 'content': '<AE><HG><HL>δονακώδης</HL><Infl>ες</Infl><PS>adj</PS></HG> <aS1><Indic>of rivers</Indic><Tr>reedy</Tr><Au>B. AR.</Au></aS1></AE>', 'key': 'δονακώδης'}