Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

δολῶπις
δόλωσις
δόμα
δομαῖοι
δόμεν
δομή
δόμος
δομοσφαλής
δονακεύς
δονακόεις
δονακοτρόφος
δονακόχλοος
δονακώδης
δόναξ
δονέω
δόξα
δοξάζω
δόξασμα
δοξαστής
δοξαστικός
δοξαστός
View word page
δονακο-τρόφος
δονακοτρόφοςονadjτρέφω of a riverthat nourishes reedsThgn. E. Corinn.

ShortDef

producing reeds

Debugging

Headword:
δονακοτρόφος
Headword (normalized):
δονακοτρόφος
Headword (normalized/stripped):
δονακοτροφος
IDX:
9807
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-9808
Key:
δονακοτρόφος

Data

{'headword_display': '<b>δονακο-τρόφος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>δονακο<hyph/>τρόφος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>τρέφω</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of a river</Indic><Tr>that nourishes reeds</Tr><Au>Thgn. E. Corinn.</Au></aS1></AE>', 'key': 'δονακοτρόφος'}