Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

δόλων
δολῶπις
δόλωσις
δόμα
δομαῖοι
δόμεν
δομή
δόμος
δομοσφαλής
δονακεύς
δονακόεις
δονακοτρόφος
δονακόχλοος
δονακώδης
δόναξ
δονέω
δόξα
δοξάζω
δόξασμα
δοξαστής
δοξαστικός
View word page
δονακόεις
δονακόειςεσσα ενadjof a riverfull of reedsreedyE.

ShortDef

reedy

Debugging

Headword:
δονακόεις
Headword (normalized):
δονακόεις
Headword (normalized/stripped):
δονακοεις
IDX:
9806
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-9807
Key:
δονακόεις

Data

{'headword_display': '<b>δονακόεις</b>', 'content': '<AE><HG><HL>δονακόεις</HL><Infl>εσσα εν</Infl><PS>adj</PS></HG><aS1><Indic>of a river</Indic><Def>full of reeds</Def><Tr>reedy</Tr><Au>E.</Au></aS1></AE>', 'key': 'δονακόεις'}