Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

δόλωμα
δόλων
δολῶπις
δόλωσις
δόμα
δομαῖοι
δόμεν
δομή
δόμος
δομοσφαλής
δονακεύς
δονακόεις
δονακοτρόφος
δονακόχλοος
δονακώδης
δόναξ
δονέω
δόξα
δοξάζω
δόξασμα
δοξαστής
View word page
δονακεύς
δονακεύςῆοςep.mδόναξ thicket of reedsIl.

ShortDef

a thicket of reeds

Debugging

Headword:
δονακεύς
Headword (normalized):
δονακεύς
Headword (normalized/stripped):
δονακευς
IDX:
9805
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-9806
Key:
δονακεύς

Data

{'headword_display': '<b>δονακεύς</b>', 'content': '<NE><HG><HL>δονακεύς</HL><Infl>ῆος</Infl><PS>ep.m</PS><Ety><Ref>δόναξ</Ref></Ety></HG> <nS1><Tr>thicket of reeds</Tr><Au>Il.</Au></nS1></NE>', 'key': 'δονακεύς'}