Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

δολοφρονέω
δολοφροσύνη
δολόω
δόλωμα
δόλων
δολῶπις
δόλωσις
δόμα
δομαῖοι
δόμεν
δομή
δόμος
δομοσφαλής
δονακεύς
δονακόεις
δονακοτρόφος
δονακόχλοος
δονακώδης
δόναξ
δονέω
δόξα
View word page
δομή
δομήῆςfδέμω; cf. δέμας frame, formof a beingAR.

ShortDef

a building, a body

Debugging

Headword:
δομή
Headword (normalized):
δομή
Headword (normalized/stripped):
δομη
IDX:
9802
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-9803
Key:
δομή

Data

{'headword_display': '<b>δομή</b>', 'content': '<NE><HG><HL>δομή</HL><Infl>ῆς</Infl><PS>f</PS><Ety><Ref>δέμω</Ref>; cf. <Ref>δέμας</Ref></Ety></HG> <nS1><Tr>frame, form<Expl>of a being</Expl></Tr><Au>AR.</Au></nS1></NE>', 'key': 'δομή'}