Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἀπολῡμαίνομαι
ἀπολῡμαντήρ
ἀπολύσιμος
ἀπόλυσις
ἀπολυτικῶς
ἀπολυτρόω
ἀπολύτρωσις
ἀπολῡ́ω
ἀπολωβάομαι
ἀπολωτίζω
ἀπολωφάω
ἀπομαγδαλιᾱ́
ἀπομαίνομαι
ἀπομακτέον
ἀπομαλακίζομαι
ἀπομανθάνω
ἀπομαντεύομαι
ἀπόμαξις
ἀπομαραίνομαι
ἀπομαρτυρέω
ἀπομαρτῡ́ρομαι
View word page
ἀπο-λωφάω
ἀπολωφάωunlessἀπολωφέωcontr.vb relieveone's thirstAR.tm.

ShortDef

appease

Debugging

Headword:
ἀπολωφάω
Headword (normalized):
ἀπολωφάω
Headword (normalized/stripped):
απολωφαω
IDX:
97
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-98
Key:
ἀπολωφάω

Data

{'headword_display': '<b>ἀπο-λωφάω</b>', 'content': "<VE><vHG><HL>ἀπο<hyph/>λωφάω<VL><Lbl>unless</Lbl><FmHL>ἀπολωφέω</FmHL></VL></HL><PS>contr.vb</PS></vHG> <vS1> <Tr>relieve</Tr><Obj>one's thirst<Au>AR.<LblR>tm.</LblR></Au></Obj> </vS1> </VE>", 'key': 'ἀπολωφάω'}