Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

δολοφονέω
δολοφονίᾱ
δολοφόνος
δολοφραδής
δολοφρονέω
δολοφροσύνη
δολόω
δόλωμα
δόλων
δολῶπις
δόλωσις
δόμα
δομαῖοι
δόμεν
δομή
δόμος
δομοσφαλής
δονακεύς
δονακόεις
δονακοτρόφος
δονακόχλοος
View word page
δόλωσις
δόλωσιςεωςfδολόω use of trickeryin hunting animalsX.

ShortDef

a tricking

Debugging

Headword:
δόλωσις
Headword (normalized):
δόλωσις
Headword (normalized/stripped):
δολωσις
IDX:
9798
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-9799
Key:
δόλωσις

Data

{'headword_display': '<b>δόλωσις</b>', 'content': '<NE><HG><HL>δόλωσις</HL><Infl>εως</Infl><PS>f</PS><Ety><Ref>δολόω</Ref></Ety></HG> <nS1><Tr>use of trickery<Expl>in hunting animals</Expl></Tr><Au>X.</Au></nS1></NE>', 'key': 'δόλωσις'}