Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

δόλος
δολοφονέω
δολοφονίᾱ
δολοφόνος
δολοφραδής
δολοφρονέω
δολοφροσύνη
δολόω
δόλωμα
δόλων
δολῶπις
δόλωσις
δόμα
δομαῖοι
δόμεν
δομή
δόμος
δομοσφαλής
δονακεύς
δονακόεις
δονακοτρόφος
View word page
δολ-ῶπις
δολῶπιςιδοςfem.adjδόλοςὤψ of a womanwith deceptive looksS.

ShortDef

artful-looking, treacherous

Debugging

Headword:
δολῶπις
Headword (normalized):
δολῶπις
Headword (normalized/stripped):
δολωπις
IDX:
9797
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-9798
Key:
δολῶπις

Data

{'headword_display': '<b>δολ-ῶπις</b>', 'content': '<AE><HG><HL>δολ<hyph/>ῶπις</HL><Infl>ιδος</Infl><PS>fem.adj</PS><Ety><Ref>δόλος</Ref><Ref>ὤψ</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of a woman</Indic><Tr>with deceptive looks</Tr><Au>S.</Au></aS1></AE>', 'key': 'δολῶπις'}