Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

δολοπλόκος
δολοποιός
δόλος
δολοφονέω
δολοφονίᾱ
δολοφόνος
δολοφραδής
δολοφρονέω
δολοφροσύνη
δολόω
δόλωμα
δόλων
δολῶπις
δόλωσις
δόμα
δομαῖοι
δόμεν
δομή
δόμος
δομοσφαλής
δονακεύς
View word page
δόλωμα
δόλωμαατοςn snare, trapA.

ShortDef

a trick, deceit

Debugging

Headword:
δόλωμα
Headword (normalized):
δόλωμα
Headword (normalized/stripped):
δολωμα
IDX:
9795
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-9796
Key:
δόλωμα

Data

{'headword_display': '<b>δόλωμα</b>', 'content': '<NE><HG><HL>δόλωμα</HL><Infl>ατος</Infl><PS>n</PS></HG> <nS1><Tr>snare, trap</Tr><Au>A.</Au></nS1></NE>', 'key': 'δόλωμα'}