Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

δολόμῡθος
δολοπλοκίαι
δολοπλόκος
δολοποιός
δόλος
δολοφονέω
δολοφονίᾱ
δολοφόνος
δολοφραδής
δολοφρονέω
δολοφροσύνη
δολόω
δόλωμα
δόλων
δολῶπις
δόλωσις
δόμα
δομαῖοι
δόμεν
δομή
δόμος
View word page
δολοφροσύνη
δολοφροσύνηηςf cunning thought, deceptive intentionIl. hHom. AR.

ShortDef

craft, subtlety, wiliness

Debugging

Headword:
δολοφροσύνη
Headword (normalized):
δολοφροσύνη
Headword (normalized/stripped):
δολοφροσυνη
IDX:
9793
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-9794
Key:
δολοφροσύνη

Data

{'headword_display': '<b>δολοφροσύνη</b>', 'content': '<NE><HG><HL>δολοφροσύνη</HL><Infl>ης</Infl><PS>f</PS></HG> <nS1><Tr>cunning thought, deceptive intention</Tr><Au>Il. hHom. AR.</Au></nS1></NE>', 'key': 'δολοφροσύνη'}