Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

δολόεις
δολοκτασίαι
δολομᾱ́χανος
δολομήδης
δολομήτης
δολόμῡθος
δολοπλοκίαι
δολοπλόκος
δολοποιός
δόλος
δολοφονέω
δολοφονίᾱ
δολοφόνος
δολοφραδής
δολοφρονέω
δολοφροσύνη
δολόω
δόλωμα
δόλων
δολῶπις
δόλωσις
View word page
δολοφονέω
δολοφονέωcontr.vbδολοφόνος kill using deceptiontreacherously murder, assassinatea personPlb. Plu. pass.be murderedD. Arist. Plb. Plu.

ShortDef

to murder by treachery

Debugging

Headword:
δολοφονέω
Headword (normalized):
δολοφονέω
Headword (normalized/stripped):
δολοφονεω
IDX:
9788
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-9789
Key:
δολοφονέω

Data

{'headword_display': '<b>δολοφονέω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>δολοφονέω</HL><PS>contr.vb</PS><Ety><Ref>δολοφόνος</Ref></Ety></vHG> <vS1> <Def>kill using deception</Def><Tr>treacherously murder, assassinate</Tr><Obj>a person<Au>Plb. Plu.</Au></Obj> <vSGrm><GLbl>pass.</GLbl><Def>be murdered</Def><Au>D. Arist. Plb. Plu.</Au></vSGrm> </vS1> </VE>', 'key': 'δολοφονέω'}