Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

δολιχόσκιος
δολιχόφρων
δολόεις
δολοκτασίαι
δολομᾱ́χανος
δολομήδης
δολομήτης
δολόμῡθος
δολοπλοκίαι
δολοπλόκος
δολοποιός
δόλος
δολοφονέω
δολοφονίᾱ
δολοφόνος
δολοφραδής
δολοφρονέω
δολοφροσύνη
δολόω
δόλωμα
δόλων
View word page
δολο-ποιός
δολοποιόςόνadjποιέω of compulsion, ref. to a poisonacting through trickerycunning, deceptiveS.

ShortDef

treacherous, ensnaring

Debugging

Headword:
δολοποιός
Headword (normalized):
δολοποιός
Headword (normalized/stripped):
δολοποιος
IDX:
9786
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-9787
Key:
δολοποιός

Data

{'headword_display': '<b>δολο-ποιός</b>', 'content': '<AE><HG><HL>δολο<hyph/>ποιός</HL><Infl>όν</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>ποιέω</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of compulsion, ref. to a poison</Indic><Def>acting through trickery</Def><Tr>cunning, deceptive</Tr><Au>S.</Au></aS1></AE>', 'key': 'δολοποιός'}