Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

δόλιχος
δολιχόσκιος
δολιχόφρων
δολόεις
δολοκτασίαι
δολομᾱ́χανος
δολομήδης
δολομήτης
δολόμῡθος
δολοπλοκίαι
δολοπλόκος
δολοποιός
δόλος
δολοφονέω
δολοφονίᾱ
δολοφόνος
δολοφραδής
δολοφρονέω
δολοφροσύνη
δολόω
δόλωμα
View word page
δολο-πλόκος
δολοπλόκος
Aeol.δολόπλοκος
ονadjπλέκω
of Aphroditeweaving wiles, schemingSapph. Thgn. Simon. Lyr.adesp.

ShortDef

weaving wiles

Debugging

Headword:
δολοπλόκος
Headword (normalized):
δολοπλόκος
Headword (normalized/stripped):
δολοπλοκος
IDX:
9785
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-9786
Key:
δολοπλόκος

Data

{'headword_display': '<b>δολο-πλόκος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>δολο<hyph/>πλόκος</HL><DL><Lbl>Aeol.</Lbl><FmHL>δολόπλοκος</FmHL></DL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>πλέκω</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of Aphrodite</Indic><Tr>weaving wiles, scheming</Tr><Au>Sapph. Thgn. Simon. Lyr.adesp.</Au></aS1></AE>', 'key': 'δολοπλόκος'}