Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

δολιχοδρόμος
δολιχός
δόλιχος
δολιχόσκιος
δολιχόφρων
δολόεις
δολοκτασίαι
δολομᾱ́χανος
δολομήδης
δολομήτης
δολόμῡθος
δολοπλοκίαι
δολοπλόκος
δολοποιός
δόλος
δολοφονέω
δολοφονίᾱ
δολοφόνος
δολοφραδής
δολοφρονέω
δολοφροσύνη
View word page
δολό-μῡθος
δολόμῡθοςor perh.δολιόμῡθοςονadjμῦθος of tormentscaused by deceitful wordsS.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
δολόμῡθος
Headword (normalized):
δολόμῡθος
Headword (normalized/stripped):
δολομυθος
IDX:
9783
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-9784
Key:
δολόμῡθος

Data

{'headword_display': '<b>δολό-μῡθος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>δολό<hyph/>μῡθος<VL><Lbl>or perh.</Lbl><FmHL>δολιόμῡθος</FmHL></VL></HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>μῦθος</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of torments</Indic><Tr>caused by deceitful words</Tr><Au>S.</Au></aS1></AE>', 'key': 'δολόμῡθος'}