Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

δολιχήρετμος
δολιχοδρομέω
δολιχοδρόμος
δολιχός
δόλιχος
δολιχόσκιος
δολιχόφρων
δολόεις
δολοκτασίαι
δολομᾱ́χανος
δολομήδης
δολομήτης
δολόμῡθος
δολοπλοκίαι
δολοπλόκος
δολοποιός
δόλος
δολοφονέω
δολοφονίᾱ
δολοφόνος
δολοφραδής
View word page
δολο-μήδης
δολομήδηςεςadjμήδομαι of Aphroditeintent on trickerySimon.

ShortDef

wily, crafty

Debugging

Headword:
δολομήδης
Headword (normalized):
δολομήδης
Headword (normalized/stripped):
δολομηδης
IDX:
9781
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-9782
Key:
δολομήδης

Data

{'headword_display': '<b>δολο-μήδης</b>', 'content': '<AE><HG><HL>δολο<hyph/>μήδης</HL><Infl>ες</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>μήδομαι</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of Aphrodite</Indic><Tr>intent on trickery</Tr><Au>Simon.</Au></aS1></AE>', 'key': 'δολομήδης'}