Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

δολιχαίων
δολίχαυλος
δολιχαύχην
δολιχεγχής
δολιχήρετμος
δολιχοδρομέω
δολιχοδρόμος
δολιχός
δόλιχος
δολιχόσκιος
δολιχόφρων
δολόεις
δολοκτασίαι
δολομᾱ́χανος
δολομήδης
δολομήτης
δολόμῡθος
δολοπλοκίαι
δολοπλόκος
δολοποιός
δόλος
View word page
δολιχό-φρων
δολιχόφρωνονgen.ονοςadjφρήν of thoughtsfar-reachingEmp.

ShortDef

far-reaching

Debugging

Headword:
δολιχόφρων
Headword (normalized):
δολιχόφρων
Headword (normalized/stripped):
δολιχοφρων
IDX:
9777
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-9778
Key:
δολιχόφρων

Data

{'headword_display': '<b>δολιχό-φρων</b>', 'content': '<AE><HG><HL>δολιχό<hyph/>φρων</HL><Infl>ον</Infl><VInfl><Lbl>gen.</Lbl><FmInfl>ονος</FmInfl></VInfl><PS>adj</PS><Ety><Ref>φρήν</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of thoughts</Indic><Tr>far-reaching</Tr><Au>Emp.</Au></aS1></AE>', 'key': 'δολιχόφρων'}